υγειά

υγειά
Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη θεά, της οποίας η λατρεία, το 420 π.Χ., περίπου, διαδόθηκε και στην Αθήνα. Η Y., κατά τη μυθολογία, ήταν σύζυγος ή κόρη του Ασκληπιού από την Ηπιόνη, αδελφές της δε ήταν η Πανάκεια, η Ιασώ και η Ακησώ (Ασκληπιάδες). Εκτός από την Αθήνα, τη λάτρευαν και σε άλλες πόλεις, όπως στις Θεσπιές, την Ελάτεια, τα Μέγαρα, την Κόρινθο και το Άργος. Οι καλλιτέχνες την εικόνιζαν από τον 5o π.Χ. αι. με τη μορφή νέας γυναίκας. Αργότερα υιοθέτησαν ως σύμβολό της το φίδι. Η θεά Υγεία προσφέρει τροφή σ’ ένα εξημερωμένο φίδι. Πολλοί ναοί της Υγείας στην αρχαία Ελλάδα, τρέφανε εξημερωμένα φίδια ως σύμβολο της θεάς.
* * *
και γεια, η, Ν
βλ. υγεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑγεία — ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc/acc dual ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc/acc dual (ionic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείᾳ — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγεία — υγεία, η και υγειά, η και γεια, η η φυσική (φυσιολογική) κατάσταση του οργανισμού, η αρτιότητα των σωματικών λειτουργιών, η αρτιμέλεια, η σωματική ευεξία: Γεια σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • ὑγείας — ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem acc pl ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem gen sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem acc pl (ionic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείαι — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείαν — ὑγείᾱν , ὕγειος sound fem acc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱν , ὑγεία fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγειῶν — ὑγεία fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγεῖαι — ὑγεία fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”